πάκτου

πάκτου
πάκτον
pactum
neut gen sg
πακτόω
fasten
pres imperat act 2nd sg
πακτόω
fasten
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πακάτοι — Aποκαλούνται έτσι από τους βυζαντινούς διάφοροι βάρβαροι λαοί, που συμβάλλονταν με το Βυζάντιο διά πάκτου, δηλαδή με συνθήκη. Στους π. οι βυζαντινοί χορηγούσαν ένα ετήσιο ποσό και τους άφηναν να μπαίνουν ελεύθερα στο αυτοκρατορικό έδαφος για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”